ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ: Προοπτικές στον τομέα της Γεωργίας / Βασικών Τροφίμων στην Υποσαχαρική και Νότια Αφρική, 2024 - 2033 και εξαγωγικές δυνατότητες / Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. στο Γιοχάνεσμπουργκ
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 07 Αυγούστου 2024 05:59
Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελλάδας στο Γιοχάνεσμπουργκ ενημερώνει για τις Προοπτικές στον τομέα της Γεωργίας / Βασικών Τροφίμων στην Υποσαχαρική και Νότια Αφρική, 2024 - 2033 και τις εξαγωγικές δυνατότητες.
Συγκεκριμένα αναφέρουν:
"Από την κοινή έκθεση FAO - ΟECD, για τις προοπτικές στους τομείς γεωργίας και βασικών τροφίμων για την περίοδο 2024 – 2033[1], στην Υποσαχαρική Αφρική / Υ.Α. και Νότια Αφρική, συγκρατούμε τα ακόλουθα σημαντικά σημεία:
^ Όπως και σε άλλους τομείς, ο αγροτικός εγκολπώνει σημαντικές αντιθέσεις. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Υ.Α. εξαρτάται από τη γεωργία (10% - 22% ανάλογα με τη χώρα) για εξασφάλιση εργασίας και καθημερινής διατροφής. Στην Υ.Α. αντιστοιχεί : i. το 19% της παγκόσμιας αγροτικής γης, αλλά μόνο το 7% της γεωργικής παραγωγής, ii. το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού (ο οποίος είναι και ο νεαρότερος παγκοσμίως) με το δεύτερο χαμηλότερο βαθμό αστικοποίησης. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τη μικρότερη παγκοσμίως αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (το 2033 εκτιμάται κατά μέσο / μ.ό. σε 1.876 δολ., σταθερές τιμές 2010 με το αντίστοιχο για τη Νότια Αφρική να διαμορφώνεται σε 8.687 δολ.), αντιστοιχώντας στο 14% του παγκόσμιου μ.ό. Για το 2022 εκτιμάται ότι περίπου 300 εκ. άτομα αντιμετώπισαν επισφάλεια τροφίμων (περίπου 1/3 επί παγκόσμιου συνόλου). Στην Υ.Α. διαβιεί το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με φτωχή διατροφή ή υποσίτιση παγκοσμίως (χαμηλότερο ποσοστό λήψης θερμίδων), ενώ την ίδια στιγμή η περιοχή εμφανίζει υψηλότερο (κατά 41%) ποσοστό έναντι του παγκοσμίου μ.ό., στην κατηγορία “waste food and losses”, δεικνύοντας την ανάγκη ανάληψης επενδύσεων για περιορισμό του φαινομένου.
^ Παρά την ανωτέρω δύσκολη κατάσταση, από την Υ.Α. προέρχεται μεγάλος μέρος της παγκόσμιας ζήτησης βασικών τροφίμων (35% ρίζες, 13% δημητριακά), με το ποσοστό ικανοποίησής της από ίδια (υποσαχαρική) παραγωγή να βαίνει μειούμενο, κυρίως εξαιτίας της μεγαλύτερης ποσοστιαίας αύξησης του πληθυσμού. Το παγκόσμιο μερίδιο καταναλισκόμενων θερμίδων της περιοχής εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί από 12% το 2023 σε 14% το 2033 (διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα για βασικά τρόφιμα, πχ. ρύζι, καλαμπόκι, ζάχαρη κλπ.).
^ Τα προβλήματα του αγροτικού τομέα παραμένουν (πχ. χρήση αναποτελεσματικών γεωργικών πρακτικών, υψηλή εξάρτηση από τις βροχοπτώσεις, έλλειψη διασύνδεσης μεταξύ τόπων παραγωγής και διάθεσης/κατανάλωσης προϊόντων, μικρές αγροτικές μονάδες, υψηλή επιβάρυνση λόγω ακραίων κλιματικών φαινομένων, χαμηλή παραγωγικότητα κλπ.) συμβάλλοντας σε αύξηση εισαγωγών.
^ Παρά την αναμενόμενη αύξηση της αξίας της φυτικής παραγωγής στην Υ.Α. μέχρι το 2033 κατά ετήσιο μ.ο. 2,2%, εκτιμάται ότι δεν θα καταστεί δυνατή η κάλυψη των αναγκών, κυρίως λόγω μεγαλύτερης αύξησης του πληθυσμού. Η Νότια Αφρική είναι ο σημαντικότερος παραγωγός ζάχαρης (ζαχαροκάλαμο) παναφρικανικά, παρέχοντας σημαντική στήριξη στον τομέα (οικονομική ενίσχυση στους παραγωγούς κλπ.) με σκοπό την αύξηση της παραγωγής για εξαγωγές, με ταυτόχρονη λήψη μέτρων αποθάρρυνσης της εγχώριας κατανάλωσης για λόγους υγείας (ήδη πολλοί παραγωγοί έχουν μειώσει τη χρήση της σε προϊόντα διατροφής). H χρήση λιπασμάτων στην Υ.Α. είναι η χαμηλότερη παγκοσμίως, με το ποσοστό χρήσης λιπασμάτων ανά εκτάριο να υπολείπεται κατά 20% έναντι του παγκόσμιου μ.ό. το 2033, κυρίως λόγου υψηλού κόστους μεταφορών (εξαιρουμένης της Νότιας Αφρικής, η οποία συμβαδίζει με τον παγκόσμιο μέσο όρο).
^ Στον τομέα της κτηνοτροφίας, η παραγωγή βοδινού κρέατος είναι η υψηλότερη (σε σχέση με άλλες κατηγορίες κρέατος), ενώ η παραγωγή κρέατος πουλερικών αναμένεται να σημειώσει σημαντική άνοδο (ιδιαίτερα στη Νότια Αφρική, όπου το κρέας πουλερικών αποτελεί την σημαντικότερη και προσιτότερη πηγή πρωτεΐνης). Άμεσα συνδεδεμένος είναι και ο τομέας των ζωοτροφών με την Υ.Α. να κατέχει μόνο το 4% της παγκόσμιας κατανάλωσης τους. Εκτιμάται ότι το εν λόγω ποσοστό θα αυξηθεί σημαντικά.
^ Όσον αφορά στο εξωτερικό εμπόριο την περίοδο 2024 – 2033 εκτιμάται αύξηση εισαγωγών, ενώ η εναλλαγή εποχικότητας μεταξύ βορείου και νοτίου ημισφαιρίου εξασφαλίζει εξαγωγές, ιδιαίτερα στην κατηγορία φρέσκων φρούτων – λαχανικών. Υψηλές εισαγωγές αφορούν κυρίως σε φυτικά έλαια (+27%), ρύζι (+56%), σιτηρά (+36%) και λιγότερο σε καλαμπόκι και ρίζες. Η συνέχιση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου έχει συμβάλλει στην αύξηση των προμηθειών σιτηρών από Ευρώπη, Καναδά και ΗΠΑ. Το κόστος μεταφορών επηρεάζει αυξητικά τις τιμές και σε συνδυασμό με τις υψηλότερες (έναντι του παρελθόντος) τιμές commodities, δρα αρνητικά στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών. Τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της Υ.Α. (φρέσκα φρούτα , λαχανικά, βαμβάκι, κακάο, τσάϊ) εισφέρουν εξαγωγικά έσοδα. Εκτιμάται ότι η ενίσχυση εφαρμογής της AfCFTA (ήδη στον τρίτο χρόνο της, στοχεύοντας σε μηδενικούς δασμούς, κατάργηση μη δασμολογικών εμποδίων, αμοιβαία αναγνώριση standards, εναρμόνιση φυτο-υγειονομικών διαδικασιών) σε συνδυασμό με την εφαρμογή του Pan African Payment and Settlement System, θα προκαλέσει καταλυτικές αλλαγές (αν και προς το παρόν παρατηρούνται καθυστερήσεις). Η Νότια Αφρική εκτιμάται ότι θα παραμείνει σημαντικός προμηθευτής καλαμποκιού προς την περιφερειακή αφρικανική αγορά, χωρίς όμως σημαντική αύξηση του μεριδίου της, λόγω καλλιέργειας γενετικά μεταλλαγμένων ποικιλιών, για τις οποίες υπάρχουν απαγορεύσεις εισαγωγής από χώρες – αποδέκτες.
^ Καταληκτικά, μέσω της αποτύπωσης των εκτιμώμενων τάσεων για τις εξελίξεις του τομέα γεωργίας – βασικών τροφίμων στην περιοχή, αναδεικνύονται προϊόντα με ενδιαφέρον για τις ελληνικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις, όπως λιπάσματα, ζωοτροφές, σπόροι ανθεκτικοί σε ξηρασία, πουλερικά, αυγά, δημητριακά, ζάχαρη, καλαμπόκι, ρύζι, φυτικά έλαια κλπ."
[1] Βλ. https://www.oecd.org/en/publications/2023/07/oecd-fao-agricultural-outlook-2023-2032_859ba0c2.html